- τιμητικοί
- τῑμητικοί , τιμητικόςestimatingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφίκιο — Το αξίωμα του οφφιλιάλιου ή οφφικιαούχου, ανώτερου αξιωματούχου του βυζαντινού κράτους καθώς και εκείνου της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Ο όρος χρησιμοποιείται και σήμερα, συχνά με τη γραφή οφίκιο. Από τα ο. άλλα ήταν απλοί τιμητικοί … Dictionary of Greek
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek
ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… … Dictionary of Greek
Αλόνσο, Ντάμασο — (Damaso Alonso, Μαδρίτη 1898 – 1990). Ισπανός κριτικός, φιλόλογος και ποιητής. Υπήρξε μαθητής του Μενέντεθ Πιντάλ και με τη σειρά του δάσκαλος δύο γενεών κριτικών και ερευνητών, ιδιαίτερα στον τομέα της λογοτεχνίας των ρομανικών (νεολατινικών)… … Dictionary of Greek
εραλδική — Ο κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με τη μελέτη των οικοσήμων. Η χρήση των οικοσήμων ως διακριτικών εμβλημάτων ομάδων, στρατιωτών, κρατών κλπ. έχει πανάρχαια προέλευση. Πληροφορίες γι’ αυτή βρίσκουμε στους ιστορικούς και γεωγράφους της αρχαίας… … Dictionary of Greek
Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… … Dictionary of Greek
Λιούις, Έντουαρντ — (Edward Lewis, Πενσιλβάνια, ΗΠΑ 1918 –). Αμερικανός γενετιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε βιοστατιστική, γενετική και μετεωρολογία στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια. Υπηρέτησε στην… … Dictionary of Greek
Πομπαντούρ, μαρκησία — (1721 – 1764). Ευνοούμενη του Λουδοβίκου IE΄. Είχε εξαιρετικά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα και χάρη στις φροντίδες του θείου της ντε Τουρνεέμ, φημιζόταν για την πολύπλευρη μόρφωσή της. Το 1741 παντρεύτηκε το ζάπλουτο εξάδελφό της Λε Νορμάν ντ’ … Dictionary of Greek